ἀνδρακάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνδρακάς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> (επιρρ, κατάλ.) -<i>κας</i>, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -<i>sas</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ē</i><i>ca</i>-<i>śas</i> «καθ' ένα», <i>dvi</i>-<i>śas</i> «[[κατά]] ζεύγη» <b>κ.ά.</b>)].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀνδρακάς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />το [[μερίδιο]] που αντιστοιχεί σε [[κάθε]] άνδρα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνδρακάς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> (επιρρ, κατάλ.) -<i>κας</i>, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -<i>sas</i> ([[πρβλ]]. <i>ē</i><i>ca</i>-<i>śas</i> «καθ' ένα», <i>dvi</i>-<i>śas</i> «[[κατά]] ζεύγη» <b>κ.ά.</b>)].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀνδρακάς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />το [[μερίδιο]] που αντιστοιχεί σε [[κάθε]] άνδρα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:57, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρᾰκάς Medium diacritics: ἀνδρακάς Low diacritics: ανδρακάς Capitals: ΑΝΔΡΑΚΑΣ
Transliteration A: andrakás Transliteration B: andrakas Transliteration C: andrakas Beta Code: a)ndraka/s

English (LSJ)

(A), Adv. A man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e; ἀ. καθήμενος apart, A. Ag.1595, cf. Hsch. (-κάς perh. cognate with Skt. -śás in dviśás 'two by two', etc.)
ἀνδρ-ᾰκάς (B), άδος, ἡ, A a man's portion, Nic.Th. 643.

German (Pape)

[Seite 216] ἡ, ἰσήρης, gleicher Antheil jedes Mannes, Nic. Th. 642. Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰκάς: ἐπίρρ. (ἀνήρ), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1adv.
par homme.
Étymologie: ἀνήρ.

English (Autenrieth)

man by man (viritim), Od. 13.14†. (v. l. ἄνδρα κάθ.)

Spanish (DGE)

(ἀνδρᾰκάς)
adv.
1 uno por uno, por separado οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάς Od.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
2 aparte ἀ. καθήμενος A.A.1595.
-άδος, ἡ
lote, porción que toca a un hombre ἀπ' ἀνδρακάδα προταμὼν ἰσήρεα Nic.Th.643, cf. Hsch., v. ἀνδροκάς.

Greek Monolingual

(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].
(II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰκάς: επίρρ. (ἀνήρ), άνδρας με άνδρα = κατ' ἄνδρα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰκάς: adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.

Middle Liddell

ἀνήρ
man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.