ἡμιτριβής: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτριβής]], -ές)<br />(για ρούχα) [[κατά]] το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), | |mltxt=-ές (Α [[ἡμιτριβής]], -ές)<br />(για ρούχα) [[κατά]] το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τριβής</i>, <i>εν</i>-<i>τριβής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:07, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (τρίβω) A half worn out, χλαμύς PCair.Zen.92.5 (iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729. II blunt, ξοΐς BCH35.43 (Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρῐβής: -ές, (τρίβω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, ῥάκος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)
(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. α-τριβής, εν-τριβής].