ἰδιόμορφος: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A of peculiar form, Thphr.HP9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.
German (Pape)
[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος, τερατό-μορφος].
Greek Monotonic
ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).