ἡγήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡγήτειρα]], ἡ (Α)<br />θηλ. του Ηγητήρ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[ηγητήρ]] ( | |mltxt=[[ἡγήτειρα]], ἡ (Α)<br />θηλ. του Ηγητήρ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[ηγητήρ]] ([[πρβλ]]. [[δοτήρ]] > [[δότειρα]], [[μνηστήρ]] > [[μνήστειρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἡγητήρ, Pl.Epigr.5.7, Opp. C.1.253.
German (Pape)
[Seite 1151] ἡ, fem. zu ἡγητήρ, die Führerinn, Leiterinn; φωνή Plat. ep. 8 (VI, 43); ὀδμὴν ἡγήτειραν ἀμαλδῦναι φιλότητος Opp. Cyn. 1, 253.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἡγητήρ. φωνή, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, ὀδμὴ Ὀππ. Κ. 1. 253.
Greek Monolingual
ἡγήτειρα, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)].
Greek Monotonic
ἡγήτειρα: ἡ, θηλ. του ἡγητήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡγήτειρα: adj. f ведущая, направляющая, указывающая путь (φωνή Anth.).