ἰσχυρόχρως: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυρόχρως]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>ο</i> «[[δέρμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρως</i>, <i>λιπαρό</i>-<i>χρως</i>].
|mltxt=[[ἰσχυρόχρως]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>ο</i> «[[δέρμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ερυθρό</i>-<i>χρως</i>, <i>λιπαρό</i>-<i>χρως</i>].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρόχρως Medium diacritics: ἰσχυρόχρως Low diacritics: ισχυρόχρως Capitals: ΙΣΧΥΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: ischyróchrōs Transliteration B: ischyrochrōs Transliteration C: ischyrochros Beta Code: i)sxuro/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, A gloss on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.

German (Pape)

[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἰσχυροσώματος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.

Greek Monolingual

ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρό-χρως, λιπαρό-χρως].