ἰχθυοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α [[ἰχθυοπώλης]], θηλ. [[ἰχθυόπωλις]] και [[ἰχθυοπώλαινα]])<br />[[πωλητής]] ψαριών, [[ψαράς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἰχθυόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] ή [[τμήμα]] αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πωλ</i>- του ρ. <i>πωλῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτο</i>-[[πώλης]], <i>ιματιο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α [[ἰχθυοπώλης]], θηλ. [[ἰχθυόπωλις]] και [[ἰχθυοπώλαινα]])<br />[[πωλητής]] ψαριών, [[ψαράς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἰχθυόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] ή [[τμήμα]] αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πωλ</i>- του ρ. <i>πωλῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>αρτο</i>-[[πώλης]], <i>ιματιο</i>-[[πώλης]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοπώλης Medium diacritics: ἰχθυοπώλης Low diacritics: ιχθυοπώλης Capitals: ΙΧΘΥΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: ichthyopṓlēs Transliteration B: ichthyopōlēs Transliteration C: ichthyopolis Beta Code: i)xquopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A fishmonger, freq. in Com., Ar. Fr.387.10, Antiph.68.7, Alex.56.1; also in Pap., BGU330.10, etc.: —fem. ἰχθῠό-πωλις ἀγορά fish-market, Plu.2.849e, Maiuri Nuova Silloge 440 (Cos).

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, Fischhändler; com. bei Ath. VI, 224 f; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, συχν. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις ἀγορά, ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, Πολυδ. Ζ΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α ἰχθυοπώλης, θηλ. ἰχθυόπωλις και ἰχθυοπώλαινα)
πωλητής ψαριών, ψαράς
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «ἰχθυόπωλις ἀγορά» — αγορά ή τμήμα αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -πώλης (< θ. πωλ- του ρ. πωλῶ), πρβλ. αρτο-πώλης, ιματιο-πώλης.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοπώλης: ου ὁ продавец рыб, рыботорговец Arph., Plut.

English (Woodhouse)

fishmonger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)