ευόργητος: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐόργητος]], -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, ο [[οξύθυμος]] («[[εὐόργητος]] γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[πραότητα]], ο [[ήρεμος]] («[[εὐόργητος]] πρὸς τὸ [[πρέπον]]», Γοργ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόργητον</i><br />η [[ευοργησία]], η [[πραότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοργήτως</i> (Α)<br />με [[ηπιότητα]], με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]] «[[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐόργητος]], -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, ο [[οξύθυμος]] («[[εὐόργητος]] γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[πραότητα]], ο [[ήρεμος]] («[[εὐόργητος]] πρὸς τὸ [[πρέπον]]», Γοργ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόργητον</i><br />η [[ευοργησία]], η [[πραότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοργήτως</i> (Α)<br />με [[ηπιότητα]], με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]] «[[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]]»), [[πρβλ]]. [[δυσόργητος]], [[θεόργητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:36, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσόργητος, θεόργητος].