εὔαιμος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔαιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει υγιή [[σύσταση]] του αίματος, ο καλόαιμος, ο [[καλοαίματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολύ [[αίμα]] («εὐαιμότερον [[μόριον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. <i>άν</i>-<i>αιμος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>αιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔαιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει υγιή [[σύσταση]] του αίματος, ο καλόαιμος, ο [[καλοαίματος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολύ [[αίμα]] («εὐαιμότερον [[μόριον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. [[άναιμος]], [[ολιγόαιμος]]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαιμος Medium diacritics: εὔαιμος Low diacritics: εύαιμος Capitals: ΕΥΑΙΜΟΣ
Transliteration A: eúaimos Transliteration B: euaimos Transliteration C: eyaimos Beta Code: eu)/aimos

English (LSJ)

ον, A full-blooded, in Comp., μόριον Gal.17(2).423, cf. 11.290.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔαιμος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση του αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος
αρχ.
αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αιμος (< αίμα), πρβλ. άναιμος, ολιγόαιμος].