θεόπεμπτος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεόπεμπτος]], -ον)<br />ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο [[θεόσταλτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοιραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπεράνθρωπος]], [[εξαιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεμπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[θεόπεμπτος]], -ον)<br />ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο [[θεόσταλτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοιραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπεράνθρωπος]], [[εξαιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεμπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), [[πρβλ]]. [[διάπεμπτος]], [[επίπεμπτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A sent by the gods, Arist.EN1099b15, Plb.32.15.14, D.H.1.14; ὄνειροι Ph.1.620, cf. Artem.1.6; ἀτυχία D.S.15.24; ἀγαθόν D.H.4.62. 2 superhuman, extraordinary, Longus 3.18.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott gesandt; Arist. Eth. 1, 9, 3;. ὄρνις D. Hal. 1, 14; ἕδη 1, 69; a. Sp., auch übh. außerordentlich, Long. past. 3, 18; Artem. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπεμπτος: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθείς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 3, Διον. Ἁλ. 1. 14∙ - ὑπεράνθρωπος, ἔκτακτος, Λόγγ. 3. 18, Ἀρτεμ. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé par la divinité.
Étymologie: θεός, πέμπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεόπεμπτος, -ον)
ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος
νεοελλ.
μοιραίος
αρχ.
υπεράνθρωπος, εξαιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διάπεμπτος, επίπεμπτος].
Greek Monotonic
θεόπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
θεόπεμπτος: ниспосланный богом (δώρημα Arst.).
Middle Liddell
θεό-πεμπτος, ον πέμπω
sent by the gods, Arist.