θυροειδής: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[θυροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θύρα]] ή έχει [[θέση]] θύρας ή φράγματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «θυροειδές [[τρήμα]]» — ευρύ [[άνοιγμα]] του ανώνυμου οστού της πυέλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το θυροειδές [[τρήμα]] (α. «[[θυροειδής]] μυς» β. «[[θυροειδής]] [[πόρος]]» γ. «[[θυροειδής]] [[υμένας]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[θυροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θύρα]] ή έχει [[θέση]] θύρας ή φράγματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «θυροειδές [[τρήμα]]» — ευρύ [[άνοιγμα]] του ανώνυμου οστού της πυέλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το θυροειδές [[τρήμα]] (α. «[[θυροειδής]] μυς» β. «[[θυροειδής]] [[πόρος]]» γ. «[[θυροειδής]] [[υμένας]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[σπειροειδής]], [[σφαιροειδής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A door-like, like a door, τόπος dub. in Hippiatr.40 (v. θυρεοειδής) ; τὸ θυροειδὲς τρῆμα = obturator foramen, foramen obturatum, the opening in the os pubis, Gal.2.414.
German (Pape)
[Seite 1227] ές, thür-, fensterähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θῠροειδής: -ές, ὅμοιος θύρᾳ, Ἱππιατρ. 140 18. - θυροειδές, τό, τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἡβικοῦ ὀστοῦ, διὰ τοῦ τῆς ἥβης ὀστέου τρήματος, ὃ καλοῦσι θυροειδὲς Γαλην. τ. 2. 414, 1, πρβλ. θυρεοειδής.
Greek Monolingual
-ές (Α θυροειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με θύρα ή έχει θέση θύρας ή φράγματος
2. φρ. ανατ. «θυροειδές τρήμα» — ευρύ άνοιγμα του ανώνυμου οστού της πυέλου
νεοελλ.
ανατ. αυτός που έχει σχέση με το θυροειδές τρήμα (α. «θυροειδής μυς» β. «θυροειδής πόρος» γ. «θυροειδής υμένας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ειδής (< είδος), πρβλ. σπειροειδής, σφαιροειδής].