ισοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰσοσκελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές [[τρίγωνο]]» — το [[τρίγωνο]] που έχει τις δύο πλευρές ίσες)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσοσκελές</i><br />η [[ιδιότητα]] του ισοσκελούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσοσκελής [[προϋπολογισμός]]» — [[προϋπολογισμός]] που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει [[ισοζύγιο]] εσόδων και δαπανών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμούς) [[άρτιος]], [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> (για περιόδους του λόγου)<br />αυτή που έχει ίσα κώλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>μακρο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰσοσκελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές [[τρίγωνο]]» — το [[τρίγωνο]] που έχει τις δύο πλευρές ίσες)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσοσκελές</i><br />η [[ιδιότητα]] του ισοσκελούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσοσκελής [[προϋπολογισμός]]» — [[προϋπολογισμός]] που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει [[ισοζύγιο]] εσόδων και δαπανών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμούς) [[άρτιος]], [[ζυγός]]<br /><b>2.</b> (για περιόδους του λόγου)<br />αυτή που έχει ίσα κώλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. [[βραχυσκελής]], [[μακροσκελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἰσοσκελής, -ές)
αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» — το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές
η ιδιότητα του ισοσκελούς
νεοελλ.
φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός» — προϋπολογισμός που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών
αρχ.
1. (για αριθμούς) άρτιος, ζυγός
2. (για περιόδους του λόγου)
αυτή που έχει ίσα κώλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, μακροσκελής].