καλόκαρδος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόκαρδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], [[χαρούμενος]], [[εύθυμος]], [[πρόσχαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[καρδιά]], καλή [[ψυχή]], [[πονετικός]], [[ευσπλαγχνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόκαρδα</i><br /><b>1.</b> με καλή [[καρδιά]], εύθυμα<br /><b>2.</b> με [[καλοσύνη]] και [[προσήνεια]], με [[συμπάθεια]], με [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), [[πρβλ]]. <i>ανοιχτό</i>-<i>καρδος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>καρδος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόκαρδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], [[χαρούμενος]], [[εύθυμος]], [[πρόσχαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[καρδιά]], καλή [[ψυχή]], [[πονετικός]], [[ευσπλαγχνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόκαρδα</i><br /><b>1.</b> με καλή [[καρδιά]], εύθυμα<br /><b>2.</b> με [[καλοσύνη]] και [[προσήνεια]], με [[συμπάθεια]], με [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), [[πρβλ]]. [[ανοιχτόκαρδος]], [[σκληρόκαρδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόκαρδος)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος
2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός.
επίρρ...
καλόκαρδα
1. με καλή καρδιά, εύθυμα
2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια, με αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. ανοιχτόκαρδος, σκληρόκαρδος].