κηρεσσιφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηρεσσιφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρνουν οι <i>Κήρες</i> («[[ἐξελάαν]] [[ἐνθένδε]] [[κύνας]] κηρεσσιφορήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήρεσσι</i>, επικ. δοτ. πληθ. του <i>κήρ</i> (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ναυσι</i>-<i>φόρητος</i>, <i>ποταμο</i>-<i>φόρητος</i>].
|mltxt=[[κηρεσσιφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρνουν οι <i>Κήρες</i> («[[ἐξελάαν]] [[ἐνθένδε]] [[κύνας]] κηρεσσιφορήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήρεσσι</i>, επικ. δοτ. πληθ. του <i>κήρ</i> (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ναυσιφόρητος]], [[ποταμοφόρητος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρεσσῐφόρητος Medium diacritics: κηρεσσιφόρητος Low diacritics: κηρεσσιφόρητος Capitals: ΚΗΡΕΣΣΙΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kēressiphórētos Transliteration B: kēressiphorētos Transliteration C: kiressiforitos Beta Code: khressifo/rhtos

English (LSJ)

ον, A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν… κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσιφόρητος, ποταμοφόρητος].

Russian (Dvoretsky)

κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen.