κυκλίσκος: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυκλίσκος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κύκλος]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος<br /><b>3.</b> στρογγυλό [[στίγμα]]<br /><b>4.</b> μικρή στρογγυλή [[πίτα]]<br /><b>5.</b> [[χάπι]]<br /><b>6.</b> [[δακτύλιος]] και [[ιδίως]] αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα [[ηνία]] άρματος<br /><b>7.</b> το κυκλικό [[άνοιγμα]] ορνιθώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυκλίσκος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κύκλος]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος<br /><b>3.</b> στρογγυλό [[στίγμα]]<br /><b>4.</b> μικρή στρογγυλή [[πίτα]]<br /><b>5.</b> [[χάπι]]<br /><b>6.</b> [[δακτύλιος]] και [[ιδίως]] αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα [[ηνία]] άρματος<br /><b>7.</b> το κυκλικό [[άνοιγμα]] ορνιθώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[αστερίσκος]], [[κολπίσκος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυκλίσκος -ου, ὁ, demin. van κύκλος, ringetje, plakje. | |elnltext=κυκλίσκος -ου, ὁ, demin. van κύκλος, ringetje, plakje. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κύκλος, A small circle in a diagram, Ptol.Hyp.1.9, al.; as part of an instrument, Id.Alm.1.12. 2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37. II ring to pass the reins through, Gal. 2.323. 2 circular opening of a coop, Ph.Bel.78.1. 3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.). III round spot, Clytus 1.
German (Pape)
[Seite 1526] ὁ, dim. von κύκλος, kleiner Kreis, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κύκλος, τροχίσκος, μικρὸν στρογγύλον πρᾶγμα, κηροῦ Διοσκ. 2. 105· β΄ ὑποκορ. κυκλίσκιον, τό, αὐτόθι, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. δακτύλιος, δι’ οὗ διήρχοντο αἱ ἡνίαι, Γαλην. ΙΙΙ. κυκλικόν τι ἀστρονομικὸν ὄργανον, Πτολ. IV. στρογγύλον σημεῖον, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655D.
Greek Monolingual
κυκλίσκος, ὁ (Α)
1. μικρός κύκλος
2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος
3. στρογγυλό στίγμα
4. μικρή στρογγυλή πίτα
5. χάπι
6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος
7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερίσκος, κολπίσκος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλίσκος -ου, ὁ, demin. van κύκλος, ringetje, plakje.