λεοντοφυής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεοντοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[φύση]] λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i>, <i>ἡ</i>, ή [[φύος]], <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λεοντοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[φύση]] λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i>, <i>ἡ</i>, ή [[φύος]], <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλοφυής]], [[ταυροφυής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:54, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον… ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 29] ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de la nature du lion.
Étymologie: λέων, φύω.
Greek Monolingual
λεοντοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει φύση λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- -φυής (< φυή, ἡ, ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλοφυής, ταυροφυής].
Greek Monotonic
λεοντοφῠής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση λιονταριού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λεοντοφῠής: львиный (ἄγρα Eur.).