λιποδρανής: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιποδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] δυνάμεως, που δεν έχει [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λιποδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] δυνάμεως, που δεν έχει [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. [[αδρανής]], [[αμφιδρανής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A lacking strength (cf. ἀδρανής), Aret.SD2.6.
Greek Monolingual
λιποδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. αδρανής, αμφιδρανής].