μητράδελφος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[μητραδέλφη]] (ΑΜ [[μητράδελφος]])<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]] της μητέρας, ο [[θείος]] ή η [[θεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]] ([[πρβλ]]. <i>πατρ</i>-<i>άδελφος</i>, <i>φιλ</i>-<i>άδελφος</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. [[μητραδέλφη]] (ΑΜ [[μητράδελφος]])<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]] της μητέρας, ο [[θείος]] ή η [[θεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]] ([[πρβλ]]. [[πατράδελφος]], [[φιλάδελφος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:01, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητράδελφος Medium diacritics: μητράδελφος Low diacritics: μητράδελφος Capitals: ΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: mētrádelphos Transliteration B: mētradelphos Transliteration C: mitradelfos Beta Code: mhtra/delfos

English (LSJ)

[ᾰδ], Dor. ματρᾰδελφεός, Pi.P.8.35: ὁ and ἡ:—A mother's brother or sister, uncle or aunt, BGU 1158.3, Poll.3.22.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, u. ἡ, Mutterbruder, Mutterschwester, Oheim, Base, Poll. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

μητράδελφος: ὁ, καὶ ἡ, ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τῆς μητρός, θεῖοςθεία, Πολυδ. Γ΄, 22· παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 2619 μητραδέλφη, ἡ τῆς μητρὸς ἀδελφή: - παρὰ Πινδ. Π. 8. 49, μητραδελφεὸς = μητράδελφος.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος)
ο αδελφός ή η αδελφή της μητέρας, ο θείος ή η θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατράδελφος, φιλάδελφος)].

Greek Monotonic

μητράδελφος: ὁ και ἡ, αδελφός ή αδελφή της μητέρας, θείος ή θεία, στον Πίνδ., ματραδελφέος.

Middle Liddell

μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ,
a mother's brother or sister, uncle or aunt:—in Pind., ματραδελφεός.,