μηροτυπής: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηροτυπής]], -ές (Α)<br />αυτός που χτυπάει τους μηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]» [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μηροτυπής]], -ές (Α)<br />αυτός που χτυπάει τους μηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]» [[πρβλ]]. [[πλευροτυπής]], [[χειροτυπής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).
Greek (Liddell-Scott)
μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.
Greek Monolingual
μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευροτυπής, χειροτυπής].
Greek Monotonic
μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).