ἰκτερώδης: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰκτερώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>, ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰκτερώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>, ([[πρβλ]]. [[δασώδης]], [[ελώδης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ες,= ἰκτεσικός, Hp.Epid.3.17.ιγ.
German (Pape)
[Seite 1249] ες, = ἰκτεριώδης, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερώδης: -ες, = ἰκτερικός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111.
Greek Monolingual
ἰκτερώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. δασώδης, ελώδης)].