ηδυμελής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), [[πρβλ]]. <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[θελξιμελής]]].
}}
}}

Revision as of 07:29, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].