κινητοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] επί ποδός, [[κάνω]] κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)<br /><b>3.</b> [[επιστρατεύω]] ή [[μετακινώ]] σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>κοινωνικο</i>-[[ποιώ]], <i>τέλειο</i>-[[ποιώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=<b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] επί ποδός, [[κάνω]] κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)<br /><b>3.</b> [[επιστρατεύω]] ή [[μετακινώ]] σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[κοινωνικοποιώ]], [[τέλειοποιώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

Greek Monolingual

1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)
3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κοινωνικοποιώ, τέλειοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].