χριστοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>εκκλ.</b> αυτός που σκότωσε τον Χριστό, [[χριστοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]], [[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>εκκλ.</b> αυτός που σκότωσε τον Χριστό, [[χριστοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]], [[σκοτώνω]]»), [[πατροκτόνος]].
}}
}}

Revision as of 09:33, 25 August 2021

German (Pape)

[Seite 1377] Christus tädtend, K. S.

Greek Monolingual

-ον, Α
εκκλ. αυτός που σκότωσε τον Χριστό, χριστοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω, σκοτώνω»), πατροκτόνος.