μητροπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητροπάτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />ο [[παππούς]] από την [[πλευρά]] της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[θεοπάτωρ]].
|mltxt=[[μητροπάτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />ο [[παππούς]] από την [[πλευρά]] της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. [[θεοπάτωρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:56, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροπᾰ́τωρ Medium diacritics: μητροπάτωρ Low diacritics: μητροπάτωρ Capitals: ΜΗΤΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: mētropátōr Transliteration B: mētropatōr Transliteration C: mitropator Beta Code: mhtropa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, A mother's father, grandfather, Il. 11.224, Hdt.1.75, 3.51, etc.

German (Pape)

[Seite 180] ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits; Il. 11, 224; Her. 3, 51. 6, 131 u. Sp., wie Luc. Somn. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ τῆς μητρὸς πατήρ, πάππος πρὸς μητρός, Ἰλ. Λ. 224, Ἡρόδ. 1. 75., 3. 51, κλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul maternel.
Étymologie: μήτηρ, πατήρ.

English (Autenrieth)

mother's father, maternal grandfather, Il. 11.224†.

Greek Monolingual

μητροπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο παππούς από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεοπάτωρ.

Greek Monotonic

μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ο πατέρας της μητέρας κάποιου, ο παππούς από την πλευρά της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μητροπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ дед с материнской стороны Hom., Her. etc.

Middle Liddell

μητρο-πᾰ́τωρ, ορος, ὁ,
one's mother's father, Il., Hdt.