υδροκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑδροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδροκεφαλία]], [[υδροκεφαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το [[κέντρο]] ή το κεντρικό [[μέρος]] του σε [[σύγκριση]] με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο [[κράτος]]» — [[κράτος]] με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις επαρχίες, όπου παρατηρείται [[έλλειψη]] αυτοδιοίκησης)<br />β) [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὑδροκέφαλον]]<br /><b>ιατρ.</b> η [[υδροκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ὑδροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδροκεφαλία]], [[υδροκεφαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το [[κέντρο]] ή το κεντρικό [[μέρος]] του σε [[σύγκριση]] με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο [[κράτος]]» — [[κράτος]] με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις επαρχίες, όπου παρατηρείται [[έλλειψη]] αυτοδιοίκησης)<br />β) [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὑδροκέφαλον]]<br /><b>ιατρ.</b> η [[υδροκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[σιδηροκέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:21, 25 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑδροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός
2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο κράτος» — κράτος με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε αντιδιαστολή προς τις επαρχίες, όπου παρατηρείται έλλειψη αυτοδιοίκησης)
β) ασύμμετρος, δυσανάλογος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδροκέφαλον
ιατρ. η υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηροκέφαλος.