οιστρογόνος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οιστρογόνα</i><br />[[ομάδα]] ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την [[ανάπτυξη]], την [[ωρίμαση]] και τη [[λειτουργία]] τών γεννητικών οργάνων της γυναίκας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οιστροφόνες ορμόνες» — τα οιστρογόνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>oestrogen</i> <span style="color: red;"><</span> <i>oestro</i>- <span style="color: red;"><</span> [[οίστρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i>, που στην ελλ. αποδίδεται με το -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>γον</i>- της ρίζας <i>γεν</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>καρκινο</i>-[[γόνος]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οιστρογόνα</i><br />[[ομάδα]] ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την [[ανάπτυξη]], την [[ωρίμαση]] και τη [[λειτουργία]] τών γεννητικών οργάνων της γυναίκας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οιστροφόνες ορμόνες» — τα οιστρογόνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>oestrogen</i> <span style="color: red;"><</span> <i>oestro</i>- <span style="color: red;"><</span> [[οίστρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i>, που στην ελλ. αποδίδεται με το -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>γον</i>- της ρίζας <i>γεν</i>-, [[πρβλ]]. [[καρκινογόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:23, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οιστρογόνα
ομάδα ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την ανάπτυξη, την ωρίμαση και τη λειτουργία τών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
3. φρ. «οιστροφόνες ορμόνες» — τα οιστρογόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oestrogen < oestro- < οίστρος) + -gen, που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας γεν-, πρβλ. καρκινογόνος.