ἑδώλιον: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἑδώλιον]], ου, τό, [[ἕδος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[seat]], [[mostly]] in pl., abodes, Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> in a [[ship]], ἑδώλια are the rowingbenches, or [[rather]] a [[half]]-[[deck]], Hdt., Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[ἑδώλιον]], ου, τό, [[ἕδος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[seat]], [[mostly]] in plural, abodes, Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> in a [[ship]], ἑδώλια are the rowingbenches, or [[rather]] a [[half]]-[[deck]], Hdt., Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 13:35, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδώλιον Medium diacritics: ἑδώλιον Low diacritics: εδώλιον Capitals: ΕΔΩΛΙΟΝ
Transliteration A: hedṓlion Transliteration B: hedōlion Transliteration C: edolion Beta Code: e(dw/lion

English (LSJ)

τό, A seat, mostly pl., abodes, πωλικά, νυμφικά, A.Th.455 (lyr.), Ch.71 (lyr.); ἀρχαιόπλουτα S.El.1393 (lyr.), cf. Fr. 566: Com. phrase, κριβάνων ἑ. Ar.Fr.155. II ἑδώλια, τά, in a ship, a raised quarter-deck at the stern, Hdt.1.24, S.Aj.1277, E.Cyc. 238, Hel.1571, Lyc.296; expld. as rowers' benches by Hsch., Suid., Eust.153.35. 2 sg., step of the mast, Arist.Mech.851a40. III in a theatre, semicircle of benches, Poll.4.132 (on the breathing, cf. EM317.9; ἐδ- in codd. of A.Th. l.c., E. ll.cc.).

German (Pape)

[Seite 717] τό (ἕδος), Sitz, Aufenthalt, Wohnung, nur im plur.; πωλικά, νυμφικά, Aesch. Spt. 436 Ch. 69; ἀρχαιόπλουτα Soph. El. 1385, von Suid. ἑδράσματα, οἰκήματα erkl.; ναυτικά Soph. Ai. 1256, Schol. σανιδώματα, Schiffsgebälk; Ruderbänke, Eur. Hel. 1571; στάντα ἐν τοῖς ἑδωλίοισι, auf dem Verdeck, Her. 1, 24; Suid. erkl. ὑποστρώματα. Nach Poll. 4, 132 Sitze im Theater.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδώλιον: τό, (ἕδος), κάθισμα, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ὡς τὸ ἕδρανα, ἐνδιαιτήματα, οἰκητήρια, Αἰσχύλ. Θήβ. 455, Χο. 71, Σοφ. Ἠλ. 1393· Κωμ. φράσις, κριβάνων ἑδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 199. ΙΙ. ἐν πλοίῳ, ἑδώλια ἑρμηνεύονται ὡς σημαίνοντα τὰ τῶν κωπηλατῶν καθίσματα, Λατ. transtra, ἑδώλια, ἑδράσματα, Σουΐδ., Εὐστ. κλ., ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 1. 24, ἔνθα ὁ Ἀρίων ᾄδει ἱστάμενος, ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι, πρέπει νὰ σημαίνῃ εἶδος ὑψηλοτέρου καταστρώματος κατὰ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου· καὶ ἡ φράσις ἄκρα ἑδώλια ἐμφαίνει τοιοῦτόν τι, Σοφ. Αἴ. 1277, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ὡσαύτως καὶ τὸ: Ἑλένη καθέζετ’ ἐν μέσοις ἑδωλίοις Εὐρ. Ἑλ. 1571· καὶ ἄνθρωπος δεδεμένος χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλλεται, εἰς θἀδώλια τῆς νηὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 238. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, ἱστοδόκη, ἱστοθήκη, Ἀριστ. Μηχαν. 6. ΙΙΙ. ἐν τῷ θεάτρῳ ἡμικύκλιον καθισμάτων, Λατ. fori, Πολυδ. Δ΄, 132.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d’ord. au pl. τὰ ἑδώλια;
siège, d’où
1 banc de rameurs, ou p.-ê. sorte de pont sur un navire;
2 siège, résidence.
Étymologie: ἕδος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ἐδ- EM 317.9G.
I 1morada, habitación en plu. πωλικὰ ἑδώλια A.Th.455, νυμφικὰ ἑδώλια A.Ch.71, ἀρχαιόπλουτα ... ἑδώλια S.El.1393, τὰ Τροίας ... ἑδώλια S.Fr.566.1.
2 emplazamiento, lugar propio de algo κριβάνων ἑδώλια emplazamiento de los hornos Ar.Fr.1, δένδρη ... ἐκλιπόνθ' ἑδώλια E.Fr.10.88P., γίνεται ὁ μὲν ἱστὸς μοχλός, ὑπομόχλιον δὲ τὸ ἑ. pues el mástil actúa como palanca y el lugar donde está colocado como brazo de la palanca Arist.Mech.851b1.
II como asiento
1 puente, cubierta de la nave Ἑλένη καθέζετ' ἐν μέσοις ἑδωλίοις E.Hel.1571, ἑ. ἡ τῆς νηὸς κληΐς Eust.153.36, en plu. Hsch., Sud.
frec. en plu. mismo sent. Ἀρίονα ... στάντα ἐν ... τοῖσι ἑδωλίοισι ἀεῖσαι Hdt.1.24, ναυτικὰ ἑδώλια S.Ai.1277, ἐς θἀδώλια τῆς ναός E.Cyc.238, πυκνοὶ κυβιστητῆρες ἐξ ἑδωλίων πηδῶντες Lyc.296
sg. EM 455.6G.
2 semicírculo de asientos en el teatro, Poll.4.132.

Greek Monotonic

ἑδώλιον: τό (ἕδος),
I. κάθισμα, κυρίως στον πληθ., καθίσματα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. σ' ένα πλοίο, ἑδώλια είναι τα καθίσματα κωπηλασίας ή ακριβέστερα το ημικατάστρωμα πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἑδώλιον: τό
1) pl. местопребывание, жилище (νυμφικά Aesch.; πατρός Soph.): πωλικὰ ἑδώλια Aesch. девичьи покои;
2) pl. скамьи для гребцов Soph.;
3) pl. палуба Her., Eur.;
4) основание, низ (ἱστοῦ Arst.).

Middle Liddell

ἑδώλιον, ου, τό, ἕδος
I. a seat, mostly in plural, abodes, Aesch., Soph.
II. in a ship, ἑδώλια are the rowingbenches, or rather a half-deck, Hdt., Soph., Eur.