χιλιοστός: Difference between revisions
ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chiliostos | |Transliteration C=chiliostos | ||
|Beta Code=xiliosto/s | |Beta Code=xiliosto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[thousandth]], X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ [[χιλιοστή]] = [[tax of 1000th]], PEleph.14.12 (iii B. C.), Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:33, 8 November 2021
English (LSJ)
ή, όν, thousandth, X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ χιλιοστή = tax of 1000th, PEleph.14.12 (iii B. C.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1356] der tausendste, Plat. Phaedr. 249 b u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοστός: -ή, -όν, τακτικὸν ἀριθμ. τοῦ χίλιοι, τῷ χιλιοστῷ ἔτει Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β, Πολ. 615C, Ξεν., κλπ.· ἡ χιλιοστὴ, τέλος, δασμὸς τοῦ χιλιοστοῦ μέρους, «τέλος ἀπὸ τῆς ☥θυσίας» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
millième.
Étymologie: χίλιοι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χιλιοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που κατέχει τον αριθμό χίλια σε σειρά ή τάξη (α. «ο χιλιοστός επιβάτης» β. «οὐκ ἂν κριθείην οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος οἶμαι δὲ οὐδὲ χιλιοστός», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιοστό
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χιλιοστή
(κατά τον Ησύχ.) «χιλιοστή
τέλος ἀπὸ τῆς θυσίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -οστός. (αναλογικά προς το εικοστός), πρβλ. ἑκατ-οστός].
Greek Monotonic
χῑλιοστός: -ή, -όν (χίλιοι), χιλιοστός, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιοστός: тысячный (по порядку) Xen., Plat.
Middle Liddell
χῑλιοστός, ή, όν χίλιοι
the thousandth, Plat., Xen.