ἐπηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=έος ([[ἐρέφω]]): [[overhanging]], [[beetling]]; πέτραι, κρημνοί, Od. 10.131, μ , Il. 12.54.
|auten=έος ([[ἐρέφω]]): [[overhanging]], [[beetling]]; πέτραι, κρημνοί, Od. 10.131, μ, Il. 12.54.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεφής Medium diacritics: ἐπηρεφής Low diacritics: επηρεφής Capitals: ΕΠΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: epērephḗs Transliteration B: epērephēs Transliteration C: epirefis Beta Code: e)phrefh/s

English (LSJ)

ές, A overhanging, beetling, ἐπηρεφέας φύγε πέτρας νηῦς ἐμή Od.10.131, cf. 12.59; κρημνοὶ ἐ. Il.12.54; κότινος Theoc.25.208. II Pass., covered, sheltered, σίμβλοι Hes.Th.598; ἐ. φολίδεσσι, of a dragon, A.R.4.144; σπέος πέτρῃσιν ἐ. Id.2.736; νήσους ἐ. δονάκεσσιν Simm.1.8; κόρυμβοι ἐ. πετάλοισι Nic.Fr.74.24, cf. Hld.8.14.

German (Pape)

[Seite 921] ές, 1) von oben her beschattend, πέτραι, überhangende, Od. 10, 131. 12, 59, wie κρημνοί Il. 12, 54. – 2) von oben beschattet, überwölbt, σίμβλοι Hes. Th. 598; σπέος An. Rh. 2, 736, vgl. κατηρεφής; τινί, mit Etwas, 4, 144; Nic. bei Ath. XV, 683 d; κότινος Theocr. 25, 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας νηῦς ἐμή, «ἐπηρεφέας, ἤτοι ἄνωθεν ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· κότινος Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. κατηρεφής. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε σπέος ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui couvre en dessus, qui surplombe;
2 qui recouvre en tombant sur.
Étymologie: ἐπί, ἐρέφω.

English (Autenrieth)

έος (ἐρέφω): overhanging, beetling; πέτραι, κρημνοί, Od. 10.131, μ, Il. 12.54.

Greek Monolingual

ἐπηρεφής -ές (Α)
1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.)
2. σκεπαστός, θολωτός
3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)].

Greek Monotonic

ἐπηρεφής: -ές (ἐρέφω),
I. αυτός που προεξέχει, επικρεμάμενος, κρεμαστός, απειλητικός, λέγεται για απότομους βράχους, σε Όμηρ.
II. Παθ., σκεπασμένος, στεγασμένος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπηρεφής:
1) досл. осеняющий в виде кровли, перен. нависающий, нависший (πέτραι, κρημνοί Hom.);
2) снабженный крышкой, прикрытый (σίμβλοι Hes.);
3) широколиственный, тенистый (κότινος Theocr.).

Middle Liddell

ἐπ-ηρεφής, ές ἐρέφω
I. overhanging, beetling, of cliffs, Hom.
II. pass. covered, sheltered, Hes.