μινυανθής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ές, kurze Zeit blühend, [[τρίφυλλον]], Nic. Ther. 522, v. l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ές, kurze Zeit blühend, [[τρίφυλλον]], Nic. Ther. 522, [[varia lectio|v.l.]] μηνυανθής(?), u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνῠανθής Medium diacritics: μινυανθής Low diacritics: μινυανθής Capitals: ΜΙΝΥΑΝΘΗΣ
Transliteration A: minyanthḗs Transliteration B: minyanthēs Transliteration C: minyanthis Beta Code: minuanqh/s

English (LSJ)

ές, A blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.

German (Pape)

[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v.l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.

Greek Monolingual

μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής].