συμπαρεδρεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπαρεδρεύω:''' сидеть вместе или рядом (Luc. - v. l. [[συμπάρειμι]] I). | |elrutext='''συμπαρεδρεύω:''' сидеть вместе или рядом (Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[συμπάρειμι]] I). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2022
English (LSJ)
A sit beside, τοῖς ἀθανάτοις Sch.Luc.DMort.1.1. 2 of planets, to be situated together, τῷ δεσπόζοντι τῶν Χρόνων Nech. ap. Vett.Val.291.20.
German (Pape)
[Seite 985] mit od. zugleich Beisitzer sein, dabei sitzen, Luc. Navig. 31, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρεδρεύω: παρακάθημαι ὁμοῦ, τοῖς ἀθανάτοις Σχόλ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1, 1, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετάφρ. 2, 485, κλπ.
Greek Monolingual
Α συμπάρεδρος
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρεδρεύω: сидеть вместе или рядом (Luc. - v.l. συμπάρειμι I).