αντίγραφο: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(4) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀντίγραφος]], | |mltxt=το (Α [[ἀντίγραφος]], [[ἀντίγραφον]])<br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] που [[είναι]] [[προϊόν]] αντιγραφής<br /><b>2.</b> πιστή [[απομίμηση]] έργου τέχνης.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] παρόμοιο με το αυθεντικό («[[αντίγραφο]] του [[πατέρα]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει γραφεί δύο φορές. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:06, 15 January 2022
Greek Monolingual
το (Α ἀντίγραφος, ἀντίγραφον)
1. έγγραφο που είναι προϊόν αντιγραφής
2. πιστή απομίμηση έργου τέχνης.
νεοελλ.
1. καθετί που είναι παρόμοιο με το αυθεντικό («αντίγραφο του πατέρα του»)
αρχ.
αυτός που έχει γραφεί δύο φορές.