θυμιώ: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυμιῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[καίω]] [[έτσι]] ώστε να [[παράγω]] καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυμιάζω]], [[καίω]] [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[καπνίζω]] [[κάτι]] για [[απολύμανση]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγάζω]] καπνό, [[καπνίζω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>θυμιῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) καίομαι<br />β) μεταβάλλομαι σε καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμ</i>-<i>ιώ</i> <span style="color: red;"><</span> παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. <i>θυμ</i>- του <i>θύω</i> (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -<i>ιάω</i> ([[πρβλ]]. <i>κον</i>-<i>ιάω</i>) από ουσ. [[θυμός]] «[[καπνός]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>fumus</i>) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «[[ψυχή]], [[πνοή]], [[θυμός]]» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (<b>βλ. λ.</b> [[θυμός]]). <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[θυμίαμα]], [[θυμίαση]](-<i>ις</i>), [[θυμιατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμιατρίς]], [[θυμίατρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναθυμιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποθυμιώ</i>, [[εκθυμιώ]], [[επιθυμιώ]], [[παραθυμιώ]], [[περιθυμιώ]], [[υποθυμιώ]]].
|mltxt=[[θυμιῶ]], [[θυμιάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καίω]] [[έτσι]] ώστε να [[παράγω]] [[καπνός|καπνό]] («θυμιῶ τὴν στύρακα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυμιάζω]], [[καίω]] [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[καπνίζω]] [[κάτι]] για [[απολύμανση]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγάζω]] [[καπνός|καπνό]], [[καπνίζω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[θυμιῶμαι]], [[θυμιάομαι]]<br />α) [[καίομαι]]<br />β) μεταβάλλομαι σε [[καπνός|καπνό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμ</i>-<i>ιώ</i> <span style="color: red;"><</span> παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. <i>θυμ</i>- του [[θύω]] (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -<i>ιάω</i> ([[πρβλ]]. [[κονιάω]]) από ουσ. [[θυμός]] «[[καπνός]]» ([[πρβλ]]. λατ. [[fumus]]) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «[[ψυχή]], [[πνοή]], [[θυμός]]» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (<b>βλ. λ.</b> [[θυμός]]). <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[θυμίαμα]], [[θυμίαση]](-<i>ις</i>), [[θυμιατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμιατρίς]], [[θυμίατρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναθυμιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀποθυμιάω|αποθυμιώ]], [[εκθυμιώ]], [[επιθυμιώ]], [[παραθυμιώ]], [[περιθυμιώ]], [[υποθυμιώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 January 2022

Greek Monolingual

θυμιῶ, θυμιάω (Α)
1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.)
2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα
3. καπνίζω κάτι για απολύμανση
4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω
5. παθ. θυμιῶμαι, θυμιάομαι
α) καίομαι
β) μεταβάλλομαι σε καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ-ιώ < παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. θυμ- του θύω (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -ιάω (πρβλ. κονιάω) από ουσ. θυμός «καπνός» (πρβλ. λατ. fumus) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «ψυχή, πνοή, θυμός» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (βλ. λ. θυμός). ΠΑΡ.: θυμίαμα, θυμίαση(-ις), θυμιατός
αρχ.
θυμιατρίς, θυμίατρον.
ΣΥΝΘ. αναθυμιώ
αρχ.
αποθυμιώ, εκθυμιώ, επιθυμιώ, παραθυμιώ, περιθυμιώ, υποθυμιώ].