σώτειρα: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σώτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[σωτήρ]], Ἡρόδ. 2. 156, Πινδ. Ο. 13. 76, Εὐρ. Μήδ. 528. Ἡρακλ. 588, Πλάτ. Νόμ. 960C. 2) | |lstext='''σώτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[σωτήρ]], Ἡρόδ. 2. 156, Πινδ. Ο. 13. 76, Εὐρ. Μήδ. 528. Ἡρακλ. 588, Πλάτ. Νόμ. 960C. 2) συχν. ὡς ἐπίθ. θεῶν προστατίδων (πρβλ. June Suptila), τῆς Τύχης Πινδ. Ο. 12, 3 (πρβλ. σωτὴρ 1. 2)· τῆς Θέμιδος [[αὐτόθι]] 8. 28· τῆς Εὐνομίας [[αὐτόθι]] 9. 25· τῆς Ἀθηνᾶς Λυκοῦργ. 150. 5· τῆς Ἀρτέμιδος Ἀνθ. Π. 6. 267· τῆς Ἑκάτης Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3827q τῆς Ρέας [[αὐτόθι]] 4695· κτλ.· ἡ Σώτειρα ἀπολ. ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 378, Ἀριστ. Ρητ. 3, 18, 1· πλτ. ΙΙ. ἀντίδοτόν τι, Γαλην. παρ’ Ἡσυχ., Παῦλ. Αἰγ. 7, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:55, 31 January 2022
English (LSJ)
ἡ, fem. of σωτήρ, Pi.O.13.54, Hdt.2.156, E.Med.528, Heracl.588, Pl.Lg.960c. 2 freq. as epithet of protecting goddesses, of Τύχα, Pi.O.12.2 (cf. σωτήρ 1.2); of Θέμις, ib.8.21; of Εὐνομία, ib.9.16; of Athena, Lycurg.17, IG22.676.12; of Artemis, AP 6.267 (Diotim.), IG22.4695; of Hecate, CIG(add.) 3827q (Cotiaeum); of Rhea, ib.4695 (Egypt), etc.; ἡ Σ. abs., of Demeter, Ar.Ra.379 (lyr.), Arist.Rh.1419a3; of Kore, SIG1158.5 (Cyzicus, iii B.C.); of Artemis, IG22.1343.24,40, etc.; of Cleopatra II or III, PTheb.Bank 11.2, OGI739.8 (ii B.C.). II an antidote, Gal. ap. Hsch., Paul. Aeg.3.45, 7.11.23.
German (Pape)
[Seite 1061] ἡ, fem. von σωτήρ, Retterinn, Erhalterinn, häufiges Beiwort schützender Göttinnen, Pind. Θέμις, Ol. 8, 21, Εὐνομία, 9, 15, Τύχα, 12, 2, eben so bei Her. 2, 156; Eur. Med. 528; bes. Hera, die Iuno Sospita der Römer; – τῶτ λεχθέντων, Plat. Legg. XII, 960 c.
Greek (Liddell-Scott)
σώτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σωτήρ, Ἡρόδ. 2. 156, Πινδ. Ο. 13. 76, Εὐρ. Μήδ. 528. Ἡρακλ. 588, Πλάτ. Νόμ. 960C. 2) συχν. ὡς ἐπίθ. θεῶν προστατίδων (πρβλ. June Suptila), τῆς Τύχης Πινδ. Ο. 12, 3 (πρβλ. σωτὴρ 1. 2)· τῆς Θέμιδος αὐτόθι 8. 28· τῆς Εὐνομίας αὐτόθι 9. 25· τῆς Ἀθηνᾶς Λυκοῦργ. 150. 5· τῆς Ἀρτέμιδος Ἀνθ. Π. 6. 267· τῆς Ἑκάτης Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3827q τῆς Ρέας αὐτόθι 4695· κτλ.· ἡ Σώτειρα ἀπολ. ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 378, Ἀριστ. Ρητ. 3, 18, 1· πλτ. ΙΙ. ἀντίδοτόν τι, Γαλην. παρ’ Ἡσυχ., Παῦλ. Αἰγ. 7, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
libératrice.
Étymologie: fém. de σωτήρ.
English (Slater)
σώτειρα f. adj.,
1 saviour
a of goddesses σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις (O. 8.21) Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.15) παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα (O. 12.2)
b c. dat. Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις (O. 13.54)
Spanish
Greek Monolingual
η, Ν
βλ. σωτήρας.
Greek Monotonic
σώτειρα: ἡ,
1. θηλ. του σωτήρ, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. συχνά ως επίθ. που αποδίδεται σε προστάτιδες θεές (πρβλ. Juno Sospita), σε Πίνδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σώτειρα: ας ἡ спасительница, избавительница, хранительница (эпитет Деметры, Артемиды и других богинь) Pind., Arph., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σώτειρα -ας, ἡ [σῴζω] redster, behoedster, beschermster.
Middle Liddell
σώτειρα, ἡ, σωτήρ
1. fem. of σωτήρ, Hdt., Eur., etc.
2. epithet of goddesses (cf. Juno Sospita), Pind., Ar.