ἠρινός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=irinos
|Transliteration C=irinos
|Beta Code=h)rino/s
|Beta Code=h)rino/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ἦρ)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἐαρινός]], [[ἄνεμος]] <span class="bibl">Sol.13.19</span>; φύλλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.46</span>; κάλυκες <span class="bibl">Cratin.98</span>; λειμών <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>448</span>; φθέγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>683</span>(lyr.); χρόνος <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.10</span>: neut. as Adv., [[in spring]], γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>316.3</span>; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>800</span>.</span>
|Definition=ή, όν, ([[ἦρ]]) = [[ἐαρινός]], [[ἄνεμος]] Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as Adv., [[in spring]], γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:49, 4 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρῐνός Medium diacritics: ἠρινός Low diacritics: ηρινός Capitals: ΗΡΙΝΟΣ
Transliteration A: ērinós Transliteration B: ērinos Transliteration C: irinos Beta Code: h)rino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἦρ) = ἐαρινός, ἄνεμος Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as Adv., in spring, γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.

German (Pape)

[Seite 1176] = ἐαρινός (was zu vgl.); λειμών Eur. Suppl. 462; φύλλα Pind. P. 9, 47; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; χειμών Ael. N. A. 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρῐνός: -ή, -όν, (ἦρ) ἐαρινός, Σόλων 12. 19, Πίνδ. Π. 9. 82, Εὐρ. Ἱκέτ. 448, Ἀριστοφ. Ὄρν. 683, Ξεν., κτλ.· - οὐδ. ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, γῆ τ’ ἠρινὸν θάλλουσα Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 3· ὅταν ἠρινὰ... φωνῇ χελιδὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du printemps.
Étymologie: contr. p. ἐαρινός.

English (Slater)

ἠρῐνός
  nbsp; 1 of spring ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει (P. 9.46) ]πετάλοις ἠρ[ Δ. 3. 19.

Greek Monolingual

ἠρινός, -ή, -όν (Α)
1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.)
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά
κατά την άνοιξηὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός, με συναίρεση].

Greek Monotonic

ἠρῐνός: -ή, -όν (ἦρ), = ἐαρινός, αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην άνοιξη, σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την άνοιξη, ὅταν ἠρινά... φωνῇ χελιδών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἠρῐνός: [стяж. к ἐαρινός весенний Pind., Eur., Arph.

Middle Liddell

ἠρῐνός, ή, όν [ἦρ] = ἐαρινός
of or in spring, Solon., Eur.: —neut. pl. as adv., in spring, Ar.

English (Woodhouse)

of spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)