υπηρετώ: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
mNo edit summary |
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπηρετῶ]], [[ὑπηρετέω]], ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] ( | |mltxt=[[ὑπηρετῶ]], [[ὑπηρετέω]], ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 4 May 2022
Greek Monolingual
ὑπηρετῶ, ὑπηρετέω, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», Ξεν.)
2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με αφοσίωση τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.
γ. «οὐ γὰρ ἂν καλῶς ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», Σοφ.)
3. εκπληρώνω τη στρατιωτική μου θητεία
νεοελλ.
εκτελώ δημόσια ή άλλη υπηρεσία («υπηρέτησα τρία χρόνια στις ακριτικές περιοχές»)
μσν.-αρχ.
διακονώ, εκτελώ υπηρεσία με αφοσίωση και υπακοή
αρχ.
1. είμαι κωπηλάτης σε πλοίο («πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», Διόδ.)
2. βοηθώ, προσφέρω βοήθεια («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», Ηρόδ.)
3. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
4. παθ. ὑπηρετοῦμαι, -έομαι
εκτελούμαι ως υπηρεσία («τὰ ἀπ' ἡμέων εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — περιποιούμαι κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (Αριστοφ.)
β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — συνηγορώ, υποστηρίζω (Ευρ.)
γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — εξυπηρετώ σε ό,τι απομένει να γίνει (Πλάτ.).