λουρί: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br />[[πρβλ]]. [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»].
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br />[[πρβλ]]. [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»].
}}
}}
==Translations==
Arabic: رِبَاط‎; Belarusian: шворка, павадок, пры́вязь; Bulgarian: каишка; Catalan: corretja; Chickasaw: ishtalakchi', shtalakchi'; Chinese Mandarin: 皮帶, 皮带, 紲 or 絏, 绁; Czech: vodítko; Danish: hundesnor; Dutch: [[lijn]]; Finnish: talutushihna, talutin; French: laisse; Galician: trela, correa; Georgian: საბელი; German: [[Leine]], [[Hundeleine]]; Greek: [[λουρί]]; Ancient Greek: [[κυνόδεσμος]], [[κυνοῦχος]], [[κύνειρα]], [[ἀγωγεύς]], [[ἀγκύλη]], [[δεσμός]], [[βάλτιον]], [[ἀορτήρ]], [[ἀναγωγεύς]], [[ἔναμμα]], [[ἀορτής]], [[ἀσκός]]; Hebrew: רצועה להולכת כלב‎; Hungarian: póráz; Italian: guinzaglio; Japanese: 綱, 革紐, リード; Khmer: ខ្សែ; Luxembourgish: Léngt; Macedonian: повод, ланец; Malay: cawak; Maori: taura here, pōtete; Norwegian: leiebånd, kobbel, lenke; Occitan: estaca, cordilha; Persian: قلاده‎; Polish: smycz; Portuguese: coleira, guia; Romanian: lesă; Russian: [[поводок]], [[привязь]], [[свора]], [[повод]]; Scottish Gaelic: iall, lomhainn; Serbo-Croatian: поводац, povodac; Slovak: vôdzka; Spanish: [[correa]]; Swedish: koppel; Thai: สายจูง; Tibetan: འདོགས་ཐག; Ukrainian: повідець, поводок, швора, при́в'язь; Yiddish: הונטרימען

Revision as of 19:44, 8 May 2022

Greek Monolingual

το (Μ λωρίον)
ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το λουρί της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί»)
νεοελλ.
1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα
2. ζώνη, ζωστήρας
3. φρ. α) «σφίγγω το λουρί» — κάνω οικονομίες, περιορίζω τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται πολιτική λιτότητας
β) «σφίγγω τα λουριά κάποιου» — περιορίζω κάποιον, του σφίγγω το ζωνάρι
γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη ράχη του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε πολλά χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωρίον (με κώφωση του -ω-σε -ου-
πρβλ. κώδων > κουδούνι), υποκορ. του λῶρον < λατ. lorum «ιμάντας, ζώνη»].

Translations

Arabic: رِبَاط‎; Belarusian: шворка, павадок, пры́вязь; Bulgarian: каишка; Catalan: corretja; Chickasaw: ishtalakchi', shtalakchi'; Chinese Mandarin: 皮帶, 皮带, 紲 or 絏, 绁; Czech: vodítko; Danish: hundesnor; Dutch: lijn; Finnish: talutushihna, talutin; French: laisse; Galician: trela, correa; Georgian: საბელი; German: Leine, Hundeleine; Greek: λουρί; Ancient Greek: κυνόδεσμος, κυνοῦχος, κύνειρα, ἀγωγεύς, ἀγκύλη, δεσμός, βάλτιον, ἀορτήρ, ἀναγωγεύς, ἔναμμα, ἀορτής, ἀσκός; Hebrew: רצועה להולכת כלב‎; Hungarian: póráz; Italian: guinzaglio; Japanese: 綱, 革紐, リード; Khmer: ខ្សែ; Luxembourgish: Léngt; Macedonian: повод, ланец; Malay: cawak; Maori: taura here, pōtete; Norwegian: leiebånd, kobbel, lenke; Occitan: estaca, cordilha; Persian: قلاده‎; Polish: smycz; Portuguese: coleira, guia; Romanian: lesă; Russian: поводок, привязь, свора, повод; Scottish Gaelic: iall, lomhainn; Serbo-Croatian: поводац, povodac; Slovak: vôdzka; Spanish: correa; Swedish: koppel; Thai: สายจูง; Tibetan: འདོགས་ཐག; Ukrainian: повідець, поводок, швора, при́в'язь; Yiddish: הונטרימען