πολυτερπής: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο εξαιρετικά [[τερπνός]] («πολυτερπνεῑς ὕμνοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]])].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο εξαιρετικά [[τερπνός]] («πολυτερπνεῖς ὕμνοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:00, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτερπής Medium diacritics: πολυτερπής Low diacritics: πολυτερπής Capitals: ΠΟΛΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: polyterpḗs Transliteration B: polyterpēs Transliteration C: polyterpis Beta Code: poluterph/s

English (LSJ)

ές, A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169. II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.

German (Pape)

[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῖς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τερπής (< τέρπω)].

Greek Monotonic

πολῠτερπής: -ές (τέρπω), πολύ ευχάριστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτερπής: восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.).

Middle Liddell

πολῠ-τερπής, ές τέρπω
much-delighting, Anth.