drachma: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (Text replacement - "</sub>" to "</sub>")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:


Ειδικά το αθηναϊκό τετράδραχμο αποτέλεσε το πλέον διαδεδομένο νόμισμα την περίοδο της ακμής της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε επικράτησαν τα Μακεδονικά νομίσματα. Γινόταν δεκτό στις συναλλαγές σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ακόμα και στις πόλεις εκείνες οι οποίες δεν κρατούσαν φιλική στάση προς την Αθήνα. Στη μία όψη του απεικονίζεται η Αθηνά και στην άλλη το σύμβολο της πόλης των Αθηνών, η γλαύκα (κουκουβάγια). Το νόμισμα αυτό ήταν πιο γνωστό απλώς ως Αθηναϊκή γλαύκα. Αιώνες αργότερα η γλαύκα του Αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονίζεται και πάλι στην ελληνική εθνική όψη του κέρματος του ενός ευρώ.
Ειδικά το αθηναϊκό τετράδραχμο αποτέλεσε το πλέον διαδεδομένο νόμισμα την περίοδο της ακμής της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε επικράτησαν τα Μακεδονικά νομίσματα. Γινόταν δεκτό στις συναλλαγές σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ακόμα και στις πόλεις εκείνες οι οποίες δεν κρατούσαν φιλική στάση προς την Αθήνα. Στη μία όψη του απεικονίζεται η Αθηνά και στην άλλη το σύμβολο της πόλης των Αθηνών, η γλαύκα (κουκουβάγια). Το νόμισμα αυτό ήταν πιο γνωστό απλώς ως Αθηναϊκή γλαύκα. Αιώνες αργότερα η γλαύκα του Αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονίζεται και πάλι στην ελληνική εθνική όψη του κέρματος του ενός ευρώ.
==Translations==
Arabic: دِرَاخْمَا‎; Armenian: դրախմա; Belarusian: драхма; Bulgarian: драхма; Catalan: dracma; Chinese Mandarin: 德拉克馬, 德拉克马; Czech: drachma; Esperanto: draĥmo, drakmo; Faroese: drakma; Finnish: drakma; French: drachme; German: Drachme; Greek: δραχμή; Ancient Greek: δραχμή; Cretan: δαρχμά; Hindi: दिरम, दिरहम; Italian: dracma; Japanese: ドラクマ; Korean: 드라크마; Latin: drachma; Macedonian: драхма; Portuguese: dracma; Russian: драхма; Serbo-Croatian Cyrillic: драхма; Roman: drahma; Spanish: dracma; Tagalog: drakma; Turkish: drahmi; Ukrainian: драхма; Volapük: dragmad

Revision as of 08:55, 6 June 2022

Latin > English (Lewis & Short)

drachma: (old form, drachŭma, like Alcumena, Aesculapius, Plaut. Trin. 2, 4, 23; Ter. Heaut. 3, 3, 40), ae (
I gen plur. drachmūm, Varr. L. L. 9, § 85 Müll.; usually drachmarum, Ter. Heaut. 3, 3, 40; Cic. Fl. 19, 43), f., = δραχμή.
I A small Greek coin, a drachma or drachm, of about the same value as the Roman denarius, Enn. ap. Cic. Div. 1, 52; Plaut. Ps. 1, 1, 84 sq.; Ter. And. 2, 6, 20; Cic. Fam. 2, 17; id. Fl. 15, 34; Hor. S. 2, 7, 43 et saep.—
II As a weight, the eighth part of an uncia, the half of a sicilicus, about the same as our drachm, Plin. 21, 34, 109, § 185; Rhem. Fann. de Pond. 17 sq.
   1    † drăco, ōnis (gen. dracontis, Att. ap. Non. 426, 2; acc. dracontem, id. ap. Charis. p. 101 P.), m., = δράκων, a sort of serpent, a dragon (cf.: serpens, anguis, coluber, hydrus, vipera, aspis).
I Prop. (those of the tame sort, esp. the Epidaurian, being kept as pets by luxurious Romans), Cic. Div. 2, 30; 66; Plin. 8, 17, 22, § 61; 29, 4, 20, § 67; Suet. Aug. 94; Sen. de Ira, 2, 31 al. —As the guardian of treasures, Cic. Phil. 13, 5, 12; Phaedr. 4, 20; Fest. s. h. v. p. 67, 12 sq. Müll.—
II Meton.
   A Name of a constellation, Cic. poëta N. D. 2, 42, 106 sq.—
   B A cohort's standard, Veg. Mil. 2, 13; Amm. 16, 10, 7: in templa referre dracones, Val. Fl. 2, 276; Treb. Poll. Gallien. 8; cf. Isid. Orig. 18, 3, 3.—
   C Marinus, a sea-fish, Plin. 9, 27, 43, § 82; 32, 11, 53, § 148; Isid. Orig. 12, 6, 42.—
   D A water-vessel shaped like a serpent, Sen. Q. N. 3, 24.—
   E An old vine-branch, Plin. 17, 23, 35, § 206; 17, 22, 35, § 182; 14, 1, 3, § 12.—
   F A seafish, Trachinus Draco of Linn., Plin. 9, 27, 43, § 82.—
In eccl. Lat., the Serpent, the Devil, Vulg. Apoc. 12, 7 al.

Μακεδονικό τετράδραχμο στο οποίο απεικονίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος.

Latin > French (Gaffiot 2016)

drachma,¹³ æ, f. (δραχμή), drachme [unité de poids chez les Athéniens, = environ 3,5 g]: Plin. 21, 185 || drachme [monnaie athénienne, = un denier romain] : Cic. Fam. 2, 17, 4 ; Hor. S. 2, 7, 43. forme arch. drachuma Pl. Trin. 425 ; Merc. 777 ; Ter. Andr. 451 || gén. pl. drachmum Varro L. 9, 85 ; Cic. Fam. 2, 17, 4 ; drachmarum Cic. Fl. 43.

Latin > German (Georges)

drachma, ae, f. (δραχμή), die Drachme, I) eine griechische Münze ungefähr vom Werte eines röm. denarius, Komik., Cic. u.a. – II) ein Gewicht, 1/8 uncia = 1/96 as (etwa 3½ g), Plin. u.a. – / Gedehnte (bei den Komik. stets übliche) Form drachuma, zB. Enn. fr. scen. 322 u. 323. Plaut. merc. 777; trin. 425. Ter. Andr. 451 u. heaut. 601. – Genet. Plur. gew. drachmarum od. drachumarum; doch auch drachmûm, Cic. ep. 2, 17, 4. – Andere (viell. spätere) Schreibung dragma, s. Hultsch Metrol. scriptt. ind. Lat. in v. dragma (p. 240) u. Fritzsche Hor. sat. 2, 7, 43.

Latin > English

drachma drachmae N F :: Greek silver coin; (1/6000 talent) (quarter); Greek weight (4.5-6 grams)

Wikipedia EN

The drachma (Greek: δραχμή Modern: [ðraxˈmi], Ancient: [drakʰmέː]; pl. drachmae or drachmas) was the currency used in Greece during several periods in its history:

An ancient Greek currency unit issued by many Greek city states during a period of ten centuries, from the Archaic period throughout the Classical period, the Hellenistic period up to the Roman period under Greek Imperial Coinage.

Three modern Greek currencies, the first introduced in 1832 by the Greek King Otto (Όθων) and the last replaced by the euro in 2001 (at the rate of 340.75 drachmae to the euro). The euro did not begin circulating until 2001 but the exchange rate was fixed on 19 June 2000, with legal introduction of the euro taking place in January 2002

Wikipedia EL

Για αιώνες η δραχμή ήταν ένα από τα νομίσματα του νομισματικού συστήματος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού αρκετές πόλεις-κράτη εξέδωσαν νομίσματα με το όνομα αυτό με πιο γνωστά το αργυρό δίδραχμο του Φείδωνα, το αθηναϊκό τετράδραχμο και το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ειδικά το αθηναϊκό τετράδραχμο αποτέλεσε το πλέον διαδεδομένο νόμισμα την περίοδο της ακμής της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε επικράτησαν τα Μακεδονικά νομίσματα. Γινόταν δεκτό στις συναλλαγές σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ακόμα και στις πόλεις εκείνες οι οποίες δεν κρατούσαν φιλική στάση προς την Αθήνα. Στη μία όψη του απεικονίζεται η Αθηνά και στην άλλη το σύμβολο της πόλης των Αθηνών, η γλαύκα (κουκουβάγια). Το νόμισμα αυτό ήταν πιο γνωστό απλώς ως Αθηναϊκή γλαύκα. Αιώνες αργότερα η γλαύκα του Αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονίζεται και πάλι στην ελληνική εθνική όψη του κέρματος του ενός ευρώ.

Translations

Arabic: دِرَاخْمَا‎; Armenian: դրախմա; Belarusian: драхма; Bulgarian: драхма; Catalan: dracma; Chinese Mandarin: 德拉克馬, 德拉克马; Czech: drachma; Esperanto: draĥmo, drakmo; Faroese: drakma; Finnish: drakma; French: drachme; German: Drachme; Greek: δραχμή; Ancient Greek: δραχμή; Cretan: δαρχμά; Hindi: दिरम, दिरहम; Italian: dracma; Japanese: ドラクマ; Korean: 드라크마; Latin: drachma; Macedonian: драхма; Portuguese: dracma; Russian: драхма; Serbo-Croatian Cyrillic: драхма; Roman: drahma; Spanish: dracma; Tagalog: drakma; Turkish: drahmi; Ukrainian: драхма; Volapük: dragmad