μοῦστος: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ μοῡστος)<br />ο [[χυμός]] τών σταφυλιών ο [[οποίος]] δεν έχει υποστεί [[ζύμωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>vinum mustum</i> «νέο [[κρασί]]», [[τεχνικός]] όρος αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b>, αρχ. άνω γερμ. <i>most</i>)].
|mltxt=ο (Μ μοῦστος)<br />ο [[χυμός]] τών σταφυλιών ο [[οποίος]] δεν έχει υποστεί [[ζύμωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>vinum mustum</i> «νέο [[κρασί]]», [[τεχνικός]] όρος αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b>, αρχ. άνω γερμ. <i>most</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοῦστος Medium diacritics: μοῦστος Low diacritics: μούστος Capitals: ΜΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: moûstos Transliteration B: moustos Transliteration C: moystos Beta Code: mou=stos

English (LSJ)

ὁ, = Lat. A mustum, new wine, PStrassb.1.7 (v A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μοῦστος: ὁ, Λατ. mustum, ὡς καὶ νῦν, γλεῦκος, Γεωπον. 9, 20, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moût.
Étymologie: DELG emprunt très tardif au lat. mustum.

Greek Monolingual

ο (Μ μοῦστος)
ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)].