υποθήκη: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(43) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑποθήκη]], ΝΜΑ [[ὑποτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] του δανειστή σε ακίνητα [[συνήθως]] περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως [[εγγύηση]] εξοφλήσεως (α. «έβαλε [[υποθήκη]] το [[σπίτι]] του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' [[ὑποθήκη]] κατοικικαῑς ἀρούραις», πάπ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]], [[ηθική]] [[προσταγή]] (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη [[υποθήκη]] του έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... | |mltxt=η / [[ὑποθήκη]], ΝΜΑ [[ὑποτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] του δανειστή σε ακίνητα [[συνήθως]] περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως [[εγγύηση]] εξοφλήσεως (α. «έβαλε [[υποθήκη]] το [[σπίτι]] του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' [[ὑποθήκη]] κατοικικαῑς ἀρούραις», πάπ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]], [[ηθική]] [[προσταγή]] (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη [[υποθήκη]] του έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... διακονοῦσαν», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] [[πάνω]] σε [[ξένο]] ακίνητο, για την [[εξασφάλιση]] προνομιακής ικανοποίησης μιας απαίτησης από το [[εκπλειστηρίασμα]] του ακινήτου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ναυτική [[υποθήκη]]» — <b>βλ.</b> [[ναυτικός]]<br />β) «[[βιβλίο]] υποθηκών και κατασχέσεων» — [[βιβλίο]] που τηρείται στα λιμεναρχεία και στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες και κατασχέσεις πλοίων, το [[υποθηκολόγιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[διδασκαλία]] του Ιησού Χριστού) [[δίδαγμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑποθῆκαι</i><br />ποιήματα με διδακτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ήταν αυτά του Ησιόδου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποθῆκαι ἔγγαιοι» — υποθήκες εκτάσεων γης<br />β) «ἐν ὑποθήκῃ» — ως [[ενέχυρο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 13 June 2022
Greek Monolingual
η / ὑποθήκη, ΝΜΑ ὑποτίθημι
1. δικαίωμα του δανειστή σε ακίνητα συνήθως περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξοφλήσεως (α. «έβαλε υποθήκη το σπίτι του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' ὑποθήκη κατοικικαῑς ἀρούραις», πάπ.)
2. μτφ. συμβουλή, παραίνεση, ηθική προσταγή (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη υποθήκη του έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... διακονοῦσαν», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο ακίνητο, για την εξασφάλιση προνομιακής ικανοποίησης μιας απαίτησης από το εκπλειστηρίασμα του ακινήτου
2. φρ. α) «ναυτική υποθήκη» — βλ. ναυτικός
β) «βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων» — βιβλίο που τηρείται στα λιμεναρχεία και στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες και κατασχέσεις πλοίων, το υποθηκολόγιο
αρχ.
1. (για την διδασκαλία του Ιησού Χριστού) δίδαγμα
2. στον πληθ. αἱ ὑποθῆκαι
ποιήματα με διδακτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ήταν αυτά του Ησιόδου
3. φρ. α) «ὑποθῆκαι ἔγγαιοι» — υποθήκες εκτάσεων γης
β) «ἐν ὑποθήκῃ» — ως ενέχυρο.