υπουργός: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[ὑπουργός]], -όν, NMA, θηλ. και [[υπουργίνα]] Ν, και [[ὑποεργός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] [[λειτουργός]] που διευθύνει [[υπουργείο]] και [[μαζί]] με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την [[κυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[υπουργίνα]]<br />α) [[γυναίκα]] [[υπουργός]]<br />β) η [[σύζυγος]] του υπουργού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που συντελεί να γίνει [[κάτι]] («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]] (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ [[χάριτος]] ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ | |mltxt=ο, η / [[ὑπουργός]], -όν, NMA, θηλ. και [[υπουργίνα]] Ν, και [[ὑποεργός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] [[λειτουργός]] που διευθύνει [[υπουργείο]] και [[μαζί]] με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την [[κυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[υπουργίνα]]<br />α) [[γυναίκα]] [[υπουργός]]<br />β) η [[σύζυγος]] του υπουργού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που συντελεί να γίνει [[κάτι]] («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]] (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ [[χάριτος]] ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ», Κύριλλ.<br />β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπουργῶς</i> και δ. γρφ. <i>ὑπούργως</i> Α<br />με [[ευπείθεια]], πειθαρχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. [[υπουργίνα]] (<span style="color: red;"><</span> [[υπουργός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνα</i> [<b>πρβλ.</b> <i>δικαστ</i>-<i>ίνα</i>]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 13 June 2022
Greek Monolingual
ο, η / ὑπουργός, -όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α
νεοελλ.
1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση
2. το θηλ. η υπουργίνα
α) γυναίκα υπουργός
β) η σύζυγος του υπουργού
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που συντελεί να γίνει κάτι («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα», Ξεν.)
2. ως ουσ. βοηθός, υπηρέτης (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ χάριτος ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ», Κύριλλ.
β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», Πολ.).
επίρρ...
ὑπουργῶς και δ. γρφ. ὑπούργως Α
με ευπείθεια, πειθαρχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. τεχν-ουργός. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. υπουργίνα (< υπουργός + κατάλ. -ίνα [πρβλ. δικαστ-ίνα]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].