χώρημα: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ [[χωρῶ]]<br />(κυριολ. και μτφ.) ο [[χώρος]], ο [[τόπος]], το [[μέρος]] στο οποίο περιέχεται [[κάτι]] (α. «[[ἔλυτρον]] τὸ ὑγρῶν [[χώρημα]]», Αμμων.<br />β. «[[χώρημα]] τοῦ | |mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ [[χωρῶ]]<br />(κυριολ. και μτφ.) ο [[χώρος]], ο [[τόπος]], το [[μέρος]] στο οποίο περιέχεται [[κάτι]] (α. «[[ἔλυτρον]] τὸ ὑγρῶν [[χώρημα]]», Αμμων.<br />β. «[[χώρημα]] τοῦ πονηροῦ δαίμονος ἡ [[ψυχή]]», Πορφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]]<br /><b>2.</b> ο [[υμένας]] που περιβάλλει το [[έμβρυο]] στη [[μήτρα]] («χώρημά ἐστι [τὸ [[χόριον]]] τοῦ ἐμβρύου», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A space, room, Gp.4.1.16, PMag.Par.1.1087, Secund.Sent.15; cavity, τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod. ap. Orib.48.50.3: receptacle, c. gen., χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.Marc.21, cf. 19; χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454.
German (Pape)
[Seite 1387] τό, Raum, Spielraum, Platz, bes. Raum, Etwas zu fassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χώρημα: τό, τόπος, χῶρος, διάστημα, Γεωπον. 4. 1, 16· μάλιστα, θήκη χωροῦσά τι, μετὰ γεν., χώρημά ἐστι (τὸ χόριον) τοῦ ἐμβρύου Γαλην. τ. 19, 454, 17.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, ΜΑ χωρῶ
(κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων.
β. «χώρημα τοῦ πονηροῦ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.)
αρχ.
1. κοιλότητα
2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα («χώρημά ἐστι [τὸ χόριον] τοῦ ἐμβρύου», Γαλ.).