ὀπόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με οπό, [[γαλακτώδης]], [[χυμώδης]] («ὀπόεντας ἐρινεούς», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀπόεις</i> και <i>Ὀποῡς</i><br />[[ονομασία]] λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=[[ὀπόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με οπό, [[γαλακτώδης]], [[χυμώδης]] («ὀπόεντας ἐρινεούς», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀπόεις</i> και <i>Ὀποῦς</i><br />[[ονομασία]] λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
}}

Revision as of 20:45, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπόεις Medium diacritics: ὀπόεις Low diacritics: οπόεις Capitals: ΟΠΟΕΙΣ
Transliteration A: opóeis Transliteration B: opoeis Transliteration C: opoeis Beta Code: o)po/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A juicy, ἐρινοί Nic.Al.319. II as place name, Opus, Il.2.531, IG9(1).334.33 (v B. C.), etc.; Ὀπούντιοι, οἱ, name of a section of the Locrians, Th.1.108, etc.; Locr. Ὁπούντιοι SIG597 B2; also Ὁπόντιοι IG9(1).334.39, and uncontr. Ὁποέντιος ib.7.393.2 (Oropus).

German (Pape)

[Seite 361] εσσα, εν, saftig, saftreich, Nic. Al. 318.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπόεις: εσσα, εν, πλήρης ὀποῦ, Νικ. Ἀλεξιφ. 319.

Greek Monolingual

ὀπόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.)
2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῦς
ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κατάλ. -όεις].