ἑταιρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(2) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑταιρίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του ονόμ. [[εταίρα]]) [[πορνίδιο]] («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ | |mltxt=[[ἑταιρίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του ονόμ. [[εταίρα]]) [[πορνίδιο]] («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῖς [[πρέπον]] ἐστίν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εταίρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑταιρίδιον:''' (ῐδ) τό Plut. demin. к [[ἑταίρα]]. | |elrutext='''ἑταιρίδιον:''' (ῐδ) τό Plut. demin. к [[ἑταίρα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
Dim. of ἑταίρα, Ph. ap. Eus.PE8.14(pl.), Plu.2.808e, Hld.7.10.
German (Pape)
[Seite 1047] τό, dim. zu ἑταίρα, Plut. reip. ger. pr. 13 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρίδιον: ὑποκορ. τοῦ ἑταίρα, Πλούτ. 2. 808Ε.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite courtisane.
Étymologie: ἑταίρα.
Greek Monolingual
ἑταιρίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ονόμ. εταίρα) πορνίδιο («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῖς πρέπον ἐστίν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρίδιον: (ῐδ) τό Plut. demin. к ἑταίρα.