ἐμποδοστάτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> LXX 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud. | |dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> [[LXX]] 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμποδοστάτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται [[μέσα]] στα πόδια άλλου, που αποτελεί [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> [[θορυβοποιός]], [[ταραξίας]]. | |mltxt=[[ἐμποδοστάτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται [[μέσα]] στα πόδια άλλου, που αποτελεί [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> [[θορυβοποιός]], [[ταραξίας]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 20 June 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (στῆναι) A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.
Greek Monolingual
ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.