ἐμποδιστικός: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que constituye un impedimento, obstáculo o traba]] ἣ δὲ (λύπη κακόν) τῷ πῇ ἐμποδιστική el dolor es un mal en tanto que impedimento para algo</i> Arist.<i>EN</i> 1153<sup>b</sup>2, ὅσῳ ἂν ᾖ ... ἧττον ἐμποδιστικὸν ... δι' οὗ φέρεται, θᾶττον οἰσθήσεται cuanto menos resistente sea el medio por el que atraviesa (un cuerpo) más rápido se moverá</i> Arist.<i>Ph</i>.215<sup>b</sup>11, cf. Phld.<i>D</i>.3.9.41, Vett.Val.173.20, Doroth.361.25<br /><b class="num">•</b>frec. c. gen. obj. τὰ τῆς δικαιοσύνης ἐμποδιστικὰ πάθη LXX 4<i>Ma</i>.1.4, cf. M.Ant.8.41, Gal.7.47, Didym.<i>in Ps</i>.245.2, Procl.<i>in R</i>.1.98<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. φευκτότερον ... τὸ μᾶλλον ἐμποδιστικὸν τῶν αἱρετῶν Arist.<i>Top</i>.118<sup>b</sup>34. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[que constituye un impedimento, obstáculo o traba]] ἣ δὲ (λύπη κακόν) τῷ πῇ ἐμποδιστική el dolor es un mal en tanto que impedimento para algo</i> Arist.<i>EN</i> 1153<sup>b</sup>2, ὅσῳ ἂν ᾖ ... ἧττον ἐμποδιστικὸν ... δι' οὗ φέρεται, θᾶττον οἰσθήσεται cuanto menos resistente sea el medio por el que atraviesa (un cuerpo) más rápido se moverá</i> Arist.<i>Ph</i>.215<sup>b</sup>11, cf. Phld.<i>D</i>.3.9.41, Vett.Val.173.20, Doroth.361.25<br /><b class="num">•</b>frec. c. gen. obj. τὰ τῆς δικαιοσύνης ἐμποδιστικὰ πάθη [[LXX]] 4<i>Ma</i>.1.4, cf. M.Ant.8.41, Gal.7.47, Didym.<i>in Ps</i>.245.2, Procl.<i>in R</i>.1.98<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. φευκτότερον ... τὸ μᾶλλον ἐμποδιστικὸν τῶν αἱρετῶν Arist.<i>Top</i>.118<sup>b</sup>34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:10, 20 June 2022
English (LSJ)
ή, όν, A trammelling, Arist.EN1153b2, Ph. 215b11, Plb.5.16.6, Phld.D.3.9, LXX 4 Ma.1.4, M.Ant.8.41.
German (Pape)
[Seite 815] ή, όν, hinderlich, verhindernd; Arist. Eth. 7, 13; τινός, Sp., wie M. Anton. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδιστικός: -ή, -όν, κωλυτικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 1, Φυσ. 4. 8, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à faire obstacle, à empêcher, gén..
Étymologie: ἐμποδίζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que constituye un impedimento, obstáculo o traba ἣ δὲ (λύπη κακόν) τῷ πῇ ἐμποδιστική el dolor es un mal en tanto que impedimento para algo Arist.EN 1153b2, ὅσῳ ἂν ᾖ ... ἧττον ἐμποδιστικὸν ... δι' οὗ φέρεται, θᾶττον οἰσθήσεται cuanto menos resistente sea el medio por el que atraviesa (un cuerpo) más rápido se moverá Arist.Ph.215b11, cf. Phld.D.3.9.41, Vett.Val.173.20, Doroth.361.25
•frec. c. gen. obj. τὰ τῆς δικαιοσύνης ἐμποδιστικὰ πάθη LXX 4Ma.1.4, cf. M.Ant.8.41, Gal.7.47, Didym.in Ps.245.2, Procl.in R.1.98
•neutr. subst. φευκτότερον ... τὸ μᾶλλον ἐμποδιστικὸν τῶν αἱρετῶν Arist.Top.118b34.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμποδιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που είναι εμπόδιο, που γίνεται για παρακώλυση, κωλυσιεργός
2. ο απαγορευτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδιστικός: препятствующий, задерживающий Arst.