ἅβρα: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄ- Men.<i>Fr</i>.63.3, Poll.4.154<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[esclava]] adscrita a una mujer [[azafata]], [[doncella]] [[ἅβρα]] τῆς μητρὸς αὐτῶν γενομένη Men.<i>Fr</i>.411.3, θυγάτηρ βασιλέως ἅβραις ὁμοῦ Ezech.19<br /><b class="num">•</b>esp. en AT Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς LXX <i>Ge</i>.24.61, ἡ θυγάτηρ Φαραω ... καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς LXX <i>Ex</i>.2.5, cf. LXX <i>Iu</i>.8.10, 33, 10.2, 5, αἱ ἅβραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης LXX <i>Es</i>.4.4, [[ἅβρα]] ... Πομπεΐας Plu.<i>Caes</i>.10, Ἑρπυλλίς, ἡ Μεγάρας [[ἅβρα]] Alciphr.4.7.3, κόρῃ ἅβραν ἀνακαλούσῃ Ael.<i>Ep</i>.15, πεμπομένη τὴν ἅβραν Luc.<i>Tox</i>.14, ἄ. περίκουρος máscara cómica que representa una esclava, Poll.l.c.<br /><b class="num">•</b>esp. [[esclava predilecta]], [[favorita]] ᾤμην, εἰ τὸ χρυσίον λάβοι ὁ γέρων, θεράπαιναν εὐθὺς ἠγορασμένην ἄβραν ἔσεσθαι Men.<i>Fr</i>.63.3<br /><b class="num">•</b>Ἅβρα tít. de una comedia de Nicóstrato, Ath.133c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Se puede relacionar con [[ἁβρός]] q.u.; pero también se ha pensado en un préstamo del sem. <i>ḥbr</i> ‘compañero’.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄ- Men.<i>Fr</i>.63.3, Poll.4.154<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[esclava]] adscrita a una mujer [[azafata]], [[doncella]] [[ἅβρα]] τῆς μητρὸς αὐτῶν γενομένη Men.<i>Fr</i>.411.3, θυγάτηρ βασιλέως ἅβραις ὁμοῦ Ezech.19<br /><b class="num">•</b>esp. en AT Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς [[LXX]] <i>Ge</i>.24.61, ἡ θυγάτηρ Φαραω ... καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς [[LXX]] <i>Ex</i>.2.5, cf. [[LXX]] <i>Iu</i>.8.10, 33, 10.2, 5, αἱ ἅβραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης [[LXX]] <i>Es</i>.4.4, [[ἅβρα]] ... Πομπεΐας Plu.<i>Caes</i>.10, Ἑρπυλλίς, ἡ Μεγάρας [[ἅβρα]] Alciphr.4.7.3, κόρῃ ἅβραν ἀνακαλούσῃ Ael.<i>Ep</i>.15, πεμπομένη τὴν ἅβραν Luc.<i>Tox</i>.14, ἄ. περίκουρος máscara cómica que representa una esclava, Poll.l.c.<br /><b class="num">•</b>esp. [[esclava predilecta]], [[favorita]] ᾤμην, εἰ τὸ χρυσίον λάβοι ὁ γέρων, θεράπαιναν εὐθὺς ἠγορασμένην ἄβραν ἔσεσθαι Men.<i>Fr</i>.63.3<br /><b class="num">•</b>Ἅβρα tít. de una comedia de Nicóstrato, Ath.133c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Se puede relacionar con [[ἁβρός]] q.u.; pero también se ha pensado en un préstamo del sem. <i>ḥbr</i> ‘compañero’.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἅβρα:''' ἡ любимая рабыня, служанка-наперсница Men., Luc.
|elrutext='''ἅβρα:''' ἡ любимая рабыня, служанка-наперсница Men., Luc.
}}
}}

Revision as of 16:10, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅβρα Medium diacritics: ἅβρα Low diacritics: άβρα Capitals: ΑΒΡΑ
Transliteration A: hábra Transliteration B: habra Transliteration C: avra Beta Code: a(/bra

English (LSJ)

ἡ, A favourite slave, Men.64.3, al., LXX Ge.24.61, Ex.2.5, al., Plu.Caes.10, Aristaen.1.22, Luc.Tox.14. (Prob. Semitic; written by some Gramm. ἄβρα, cf. AB322.)

German (Pape)

[Seite 4] ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον διέφθειρας.

Greek (Liddell-Scott)

ἅβρα: ἡ, εὐνοουμένη δούλη· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἁβρός· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeune femme, jeune fille de confiance de la maîtresse de maison.
Étymologie: DELG sans étym. -- Babiniotis pê apparenté à ἥβη.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἄ- Men.Fr.63.3, Poll.4.154
• Prosodia: [ᾰ-]
esclava adscrita a una mujer azafata, doncella ἅβρα τῆς μητρὸς αὐτῶν γενομένη Men.Fr.411.3, θυγάτηρ βασιλέως ἅβραις ὁμοῦ Ezech.19
esp. en AT Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς LXX Ge.24.61, ἡ θυγάτηρ Φαραω ... καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς LXX Ex.2.5, cf. LXX Iu.8.10, 33, 10.2, 5, αἱ ἅβραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης LXX Es.4.4, ἅβρα ... Πομπεΐας Plu.Caes.10, Ἑρπυλλίς, ἡ Μεγάρας ἅβρα Alciphr.4.7.3, κόρῃ ἅβραν ἀνακαλούσῃ Ael.Ep.15, πεμπομένη τὴν ἅβραν Luc.Tox.14, ἄ. περίκουρος máscara cómica que representa una esclava, Poll.l.c.
esp. esclava predilecta, favorita ᾤμην, εἰ τὸ χρυσίον λάβοι ὁ γέρων, θεράπαιναν εὐθὺς ἠγορασμένην ἄβραν ἔσεσθαι Men.Fr.63.3
Ἅβρα tít. de una comedia de Nicóstrato, Ath.133c.
• Etimología: Se puede relacionar con ἁβρός q.u.; pero también se ha pensado en un préstamo del sem. ḥbr ‘compañero’.

Russian (Dvoretsky)

ἅβρα: ἡ любимая рабыня, служанка-наперсница Men., Luc.