Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμνησίκακος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que olvida las ofensas]], [[que perdona]] ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς [[ἀλλήλους]] 1<i>Ep.Clem</i>.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84, cf. Herm.<i>Mand</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la capacidad de perdonar]] Ph.2.75, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.14.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[perdonando]], [[habiendo perdonado]] D.S.31.8, 1<i>Ep.Clem</i>.62.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.137.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que olvida las ofensas]], [[que perdona]] ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς [[ἀλλήλους]] 1<i>Ep.Clem</i>.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84, cf. Herm.<i>Mand</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la capacidad de perdonar]] Ph.2.75, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.14.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀμνησικάκως]] = [[perdonando]], [[habiendo perdonado]] D.S.31.8, 1<i>Ep.Clem</i>.62.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνησίκακος]], -ον)<br />αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη [[μνήμη]] του το [[κακό]], που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη [[εκδικητικός]], [[ανεξίκακος]], [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνησίκακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμνησικακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνησικακῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνησίκακος]], -ον)<br />αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη [[μνήμη]] του το [[κακό]], που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη [[εκδικητικός]], [[ανεξίκακος]], [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνησίκακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμνησικακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνησικακῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 16:19, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνησίκᾰκος Medium diacritics: ἀμνησίκακος Low diacritics: αμνησίκακος Capitals: ΑΜΝΗΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: amnēsíkakos Transliteration B: amnēsikakos Transliteration C: amnisikakos Beta Code: a)mnhsi/kakos

English (LSJ)

ον, forgiving, Nic.Dam.p.110D. Adv. ἀμνησικάκως = without rancor, without rancour D.S.31.8.

German (Pape)

[Seite 126] des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνησίκακος: -ον, ὁ μὴ μνησίκακος, ὁ μὴ φυλάττων πάθος ἐκδικήσεως, συγχωρητικός, Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que olvida las ofensas, que perdona ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς ἀλλήλους 1Ep.Clem.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.Strom.7.14.84, cf. Herm.Mand.8.10
subst. τὸ ἀ. la capacidad de perdonar Ph.2.75, Clem.Al.Paed.1.5.14.
2 adv. ἀμνησικάκως = perdonando, habiendo perdonado D.S.31.8, 1Ep.Clem.62.2, Clem.Al.Strom.4.22.137.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].