χαριέντως: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b>[[χαρίεις]].
|mltxt=[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ή</i>-<i>εις</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι στο επίθ. [[χαρίεις]], η κατάλ. -<i>εις</i> έχει προστεθεί στο θ. της λ. [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -<i>εις</i> <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:06, 17 August 2022

English (Woodhouse)

(see also: χαρίεις) charmingly, cleverly, elegantly, gracefully, pleasingly, stylishly, winningly, wittily

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

German (Pape)

[Seite 1337] adv. von χαρίεις, anmuthig, scherzhaft, geistreich, allerliebst; πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 344 b, vgl. Polit. 300 b Phaed. 87 a, auch ironisch; – gutmüthig, ἀμύνεσθαι Isocr. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec grâce ; avec esprit ou finesse, d’une manière agréable;
2 avec bonne grâce, de bon cœur ; particul. à bonne intention;
Cp. χαριέστερον.
Étymologie: χαρίεις.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριέντως:
1) красиво, изящно: χ. ἔχειν τὸ σῶμα Plat. обладать физической красотой;
2) остроумно, искусно (συμβουλεύειν Plat.): οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐχὶ πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Plat. я не отрицаю, что (это) доказано превосходно; χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν τι Isocr. хвалить что-л. остроумно, но без знания дела;
3) вежливо, мягко (ἀμύνεσθαί τινα Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριέντως: Ἐπίρρ. τοῦ χαρίεις, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

χαριέντως ΝΜΑ
με χάρη, με κομψότητα
αρχ.
1. με ευγένειαχαριέντως ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)
2. με καλή διάθεση, με καλή πρόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -εις (πρβλ. τολμ-ή-εις). Αξιοσημείωτο είναι ότι στο επίθ. χαρίεις, η κατάλ. -εις έχει προστεθεί στο θ. της λ. χωρίς τη μεσολάβηση συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -εις βλ. λ. -όεις)].