ἀνεπινόητος: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνεπινόητος:'''<br /><b class="num">1)</b> непонятный, непостижимый ([[σημεῖον]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> не знающий, незнакомый (τινος Diod.).
|elrutext='''ἀνεπινόητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[непонятный]], [[непостижимый]] ([[σημεῖον]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> не знающий, незнакомый (τινος Diod.).
}}
}}

Revision as of 10:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπινόητος Medium diacritics: ἀνεπινόητος Low diacritics: ανεπινόητος Capitals: ΑΝΕΠΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: anepinóētos Transliteration B: anepinoētos Transliteration C: anepinoitos Beta Code: a)nepino/htos

English (LSJ)

ον, A unintelligible, σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94; inconceivable, unthinkable, S.E.P. 2.104, Dam.Pr.22. Adv. ἀνεπινοήτως = inconceivably, Procl. in Prm.p.864S., Id.in Ti.1.3D. 2 Act., having no experience of, τινός D.S.2.59. 3 = sine adinventione, Just.Nov.59.7.

German (Pape)

[Seite 225] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπινόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄγνωστος, καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν ἐπίνοια ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) ἀνίκανος νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ininteligible σημεῖα D.S.19.94, S.E.P.2.104, Dam.Pr.22, ἡ φαντασία S.E.P.2.70, cf. Hsch.
2 desconocedor χυμῶν D.S.2.59.
II adv. ἀνεπινοήτως = de manera inconcebible ἔχει πως τὰς ... αἰτίας ... ἀφράστως καὶ ἀνεπινοήτως Procl.in Prm.1107.12, cf. S.E.P.3.145.

Greek Monolingual

ἀνεπινόητος, -ον (AM)
αυτός που δεν είναι ικανός να κατανοήσει κάτι
αρχ.
1. ο δυσνόητος
2. ο ακατανόητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπινόητος:
1) непонятный, непостижимый (σημεῖον Sext.);
2) не знающий, незнакомый (τινος Diod.).